Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
sanguinaire [sɑ̃ɡinɛʀ] ΕΠΊΘ
- sanguinaire régime, dictature
-
- sanguinaire attaque, bataille, crime
-
- sanguinaire personne, goût
-
στο λεξικό PONS
sanguinaire [sɑ̃ginɛʀ] ΕΠΊΘ
1. sanguinaire:
- sanguinaire
-
2. sanguinaire τυπικ (sanglant):
- sanguinaire
-
-
- sanguinaire
sanguinaire [sɑ͂ginɛʀ] ΕΠΊΘ
- sanguinaire
-
-
- sanguinaire
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.