I. recrut|eur (recruteuse) [ʀ(ə)kʀytœʀ, øz] ΕΠΊΘ
- recruteur (recruteuse) officier, agent
-
- recruteur (recruteuse) bureau, agence
- recruitment προσδιορ
II. recrut|eur (recruteuse) [ʀ(ə)kʀytœʀ, øz] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. recruteur (gén):
- recruteur (recruteuse)
-
- recruteur (recruteuse)
- recruiter αμερικ
2. recruteur ΣΤΡΑΤ:
- recruteur (recruteuse)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.