Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. pector|al (pectorale) <αρσ πλ pectoraux> [pɛktɔʀal, o] ΕΠΊΘ
1. pectoral:
- pectoral (pectorale) ΑΝΑΤ, ΖΩΟΛ
- pectoral
2. pectoral sirop:
- pectoral (pectorale)
- cough προσδιορ
- pectoral
- pectoral αρσ
- pectoral
- pectoral
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.