Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
moyenâg|eux (moyenâgeuse) [mwajɛnɑʒø, øz] ΕΠΊΘ
1. moyenâgeux ΙΣΤΟΡΊΑ (médiéval):
- moyenâgeux (moyenâgeuse)
-
2. moyenâgeux (dépassé) μειωτ:
- moyenâgeux (moyenâgeuse) idée, pratique
-
στο λεξικό PONS
moyenâgeux (-euse) [mwajɛnɑʒø, -jøz] ΕΠΊΘ a. μειωτ
- moyenâgeux (-euse)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.