Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
moyennement [mwajɛnmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
- moyennement intelligent, riche, cultivé
-
- moyennement réussir, comprendre
-
- moderately confident, fit, interesting, successful
- moyennement
στο λεξικό PONS
moyennement [mwajɛnmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
- moyennement
-
moyennement [mwajɛnmɑ͂] ΕΠΊΡΡ
- moyennement
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.