Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


I. meringué (meringuée) [məʀɛ̃ɡe] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
meringué → meringuer
II. meringué (meringuée) [məʀɛ̃ɡe] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.