Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
impart|ial (impartiale) <αρσ πλ impartiaux> [ɛ̃paʀsjal, o] ΕΠΊΘ
- impartial (impartiale)
- impartial
- impartial advice, decision, inquiry, judge, witness
- impartial
- unprejudiced opinion, judgment
- impartial
-
- impartial
- disinterested observer, party, stance, advice
- impartial
στο λεξικό PONS
impartial(e) <-aux> [ɛ̃paʀsjal, jo] ΕΠΊΘ
- impartial(e)
- impartial
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.