Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. imparfait (imparfaite) [ɛ̃paʀfɛ, ɛt] ΕΠΊΘ
1. imparfait (ayant des défauts):
- imparfait (imparfaite) image, représentation, homme
-
2. imparfait (incomplet):
- imparfait (imparfaite) connaissance, guérison
-
- imparfait (imparfaite) travail
-
3. imparfait ΓΛΩΣΣ:
- imparfait (imparfaite) prétérit, subjonctif
-
II. imparfait ΟΥΣ αρσ
imparfait αρσ ΓΛΩΣΣ:
στο λεξικό PONS
-
- l'imparfait αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.