Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. forest|ier (forestière) [fɔʀɛstje, ɛʀ] ΕΠΊΘ
1. forestier:
- les ressources énergétiques/forestières/minérales
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.