Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
entremett|eur (entremetteuse) [ɑ̃tʀəmɛtœʀ, øz] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. entremetteur:
2. entremetteur (intermédiaire):
- entremetteur (entremetteuse)
-
στο λεξικό PONS
- infâme métier, entremetteur, spéculateur
-
- infâme métier, entremetteur, spéculateur
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.