Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
dédaign|eux (dédaigneuse) [dedɛɲø, øz] ΕΠΊΘ
dédaigneux ton, sourire, air:
στο λεξικό PONS
dédaigneux (-euse) [dedɛɲø, -øz] ΕΠΊΘ
- dédaigneux (-euse)
-
dédaigneux (-euse) [dedɛɲø, -øz] ΕΠΊΘ
- dédaigneux (-euse)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.