

I. bosselé (bosselée) [bɔsle] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
bosselé → bosseler
II. bosselé (bosselée) [bɔsle] ΕΠΊΘ
bosseler [bɔsle] ΡΉΜΑ μεταβ
1. bosseler:
bosseler [bɔsle] ΡΉΜΑ μεταβ
1. bosseler:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.