Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
attitré (attitrée) [atitʀe] ΕΠΊΘ
1. attitré (officiel):
- fournisseur attitré
-
-
- concessionnaire αρσ attitré
στο λεξικό PONS
attitré(e) [atitʀe] ΕΠΊΘ
attitré promoteur:
- attitré(e)
-
attitré(e) [atitʀe] ΕΠΊΘ
attitré promoteur:
- attitré(e)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.