Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
accablant (accablante) [akablɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
accablant(e) [akɑblɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
1. accablant (psychiquement pénible):
2. accablant (psychologiquement pénible):
accablant(e) [akɑblɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. accablant (psychiquement pénible):
2. accablant (psychologiquement pénible):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.