Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. abort|if (abortive) [abɔʀtif, iv] ΕΠΊΘ
1. abortif (pour faire avorter):
- abortif (abortive) produit, effet
-
2. abortif (avorté):
- abortif (abortive) organe, forme
-
II. abort|if ΟΥΣ αρσ
abort|if αρσ:
στο λεξικό PONS
abortif (-ive) [abɔʀtif, -iv] ΕΠΊΘ
- abortif (-ive)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.