Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. aborigène [abɔʀiʒɛn] ΕΠΊΘ
1. aborigène (indigène):
- aborigène
-
2. aborigène (d'Australie):
- aborigène
-
-
- aborigène αρσ θηλ
-
- aborigène αρσ θηλ (d'Australie)
-
- aborigène αρσ θηλ (d'Australie)
-
- aborigène
-
- aborigène αρσ θηλ (d'Australie)
-
- aborigène αρσ θηλ (d'Australie)
στο λεξικό PONS
aborigène [abɔʀiʒɛn] ΕΠΊΘ
- aborigène
-
Aborigène [abɔʀiʒɛn] ΟΥΣ αρσ θηλ
- Aborigène
-
aborigène [abɔʀiʒɛn] ΕΠΊΘ
- aborigène
-
Aborigène [abɔʀiʒɛn] ΟΥΣ αρσ θηλ
- Aborigène
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.