Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


équator|ial (équatoriale) <αρσ πλ équatoriaux> [ekwatɔʀjal, o] ΕΠΊΘ
- équatorial (équatoriale)
-
Afrique-Équatoriale [afʀikekwatɔʀjal] θηλ ΙΣΤΟΡΊΑ
- Guinée équatoriale
-


στο λεξικό PONS


équatorial(e) <-aux> [ekwatɔʀjal, jo] ΕΠΊΘ




équatorial(e) <-aux> [ekwatɔʀjal, -jo] ΕΠΊΘ


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- épuration
- épure
- épurer
- équanimité
- équarrir
- équatoriale
- équatorien
- équerre
- équestre
- équeuter
- équidé