Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
énergiquement [enɛʀʒikmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
- énergiquement lutter, agir
-
- énergiquement condamner, nier
-
- vigorously defend, campaign, deny
- énergiquement
- energetically argue, speak
-
- energetically deny
- énergiquement, vigoureusement
- emphatically speak
- énergiquement
- emphatically condemn, refuse, deny
- catégoriquement, énergiquement
- strongly protest, deny
- énergiquement
στο λεξικό PONS
énergiquement [enɛʀʒikmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
- énergiquement
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- endurcir
- endurcissement
- endurer
- enduro
- Énée
- énergiquement
- énergisant
- énergumène
- énervant
- énervé
- énervement