pol·lu·tion [pəˈlu:ʃən] ΟΥΣ no πλ
1. pollution (polluting):
2. pollution (corruption):
- pollution
- pokvarjenost θηλ
pollution ΟΥΣ
- pollution ενικ ΘΡΗΣΚ
-
ˈair pol·lu·tion ΟΥΣ
- air pollution
-
ˈnoise pol·lu·tion ΟΥΣ no πλ
- noise pollution
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.