I. aca·dem·ic [ˌækəˈdemɪk] ΕΠΊΘ
1. academic (university):
3. academic (theoretical):
- academic
-
II. aca·dem·ic [ˌækəˈdemɪk] ΟΥΣ
- academic
-
academic ΟΥΣ
- academic
- znanstvenik αρσ
academic ΕΠΊΘ
- academic
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.