woefully [βρετ ˈwəʊfʊli, ˈwəʊf(ə)li, αμερικ ˈwoʊfəli] ΕΠΊΡΡ
1. woefully (mournfully):
- woefully say, look
-
2. woefully (very):
- woefully inadequate, underfunded
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.