στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
volatile [βρετ ˈvɒlətʌɪl, αμερικ ˈvɑlədl] ΕΠΊΘ
1. volatile ΧΗΜ:
- volatile
- volatile
2. volatile μτφ:
- volatile situation
-
- volatile market
- volatile
- volatile exchange rate
-
- volatile person
-
- volatile mood
-
sal volatile [βρετ ˌsal vəˈlatɪli, αμερικ ˌsæl vəˈlædəli] ΟΥΣ
- sal volatile
- salvolatile αρσ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.