 
  
 vicariously [βρετ vɪˈkɛːrɪəsli, vʌɪˈkɛːrɪəsli, αμερικ vəˈkɛriəsli, vaɪˈkɛriəsli] ΕΠΊΡΡ (indirectly)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 