I. unwary [βρετ ʌnˈwɛːri, αμερικ ˌənˈwɛri] ΟΥΣ
- the unwary + verbo πλ
-
II. unwary [βρετ ʌnˈwɛːri, αμερικ ˌənˈwɛri] ΕΠΊΘ
- unwary (incautious)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.