στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
-
- trustworthiness
-
- trustworthiness
στο λεξικό PONS
trustworthiness [ˈtrʌst·ˌwɜ:r·ðɪ·nɪs] ΟΥΣ
- trustworthiness of person
- affidabilità θηλ
- trustworthiness of data
- attendibilità θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- trust fund
- trustification
- trustify
- trustily
- trustiness
- trustworthiness
- trustworthy
- trusty
- truth
- truth drug
- truthful