I. recessional [βρετ rɪˈsɛʃ(ə)n(ə)l, αμερικ rəˈsɛʃ(ə)n(ə)l, riˈsɛʃ(ə)n(ə)l] ΟΥΣ
II. recessional [βρετ rɪˈsɛʃ(ə)n(ə)l, αμερικ rəˈsɛʃ(ə)n(ə)l, riˈsɛʃ(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
- recessional ΜΟΥΣ, ΘΡΗΣΚ hymn
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.