 
  
 rationally [βρετ ˈraʃ(ə)n(ə)li, αμερικ ˈræ(ə)n(ə)li] ΕΠΊΡΡ
-  rationally
-  
-  rationally
-  
 
  
 -  
-  rationally
-  ragionevolmente pensare, agire
-  rationally
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
