I. assetato [asseˈtato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
assetato → assetare
II. assetato [asseˈtato] ΕΠΊΘ
III. assetato (assetata) [asseˈtato] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.