I. obstructionist [βρετ əbˈstrʌkʃənɪst, αμερικ əbˈstrəkʃənəst] ΕΠΊΘ
- obstructionist
-
II. obstructionist [βρετ əbˈstrʌkʃənɪst, αμερικ əbˈstrəkʃənəst] ΟΥΣ
- obstructionist
- ostruzionista αρσ θηλ
-
- obstructionist
-
- obstructionist
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.