mythical [βρετ ˈmɪθɪkəl, αμερικ ˈmɪθək(ə)l], mythic [ˈmɪθɪk] ΕΠΊΘ
1. mythical ΜΥΘΟΛ:
- mythical hero, creature, portrayal
-
2. mythical μτφ wealth:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.