mournfully [βρετ ˈmɔːnfʊli, ˈmɔːnf(ə)li, αμερικ ˈmɔrnfəli] ΕΠΊΡΡ
- mournfully
-
- mournfully
-
-
- mournfully
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.