matric [βρετ məˈtrɪk] ΟΥΣ οικ
matric short for matriculation
- matric
- immatricolazione θηλ
matriculation [βρετ mətrɪkjʊˈleɪʃ(ə)n, αμερικ məˌtrɪkjəˈleɪʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. matriculation ΠΑΝΕΠ (enrolment):
2. matriculation βρετ αρχαϊκ ΣΧΟΛ:
-
- matric οικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.