στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. jagged [βρετ ˈdʒaɡɪd, αμερικ ˈdʒæɡəd] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
jagged → jag II
II. jagged [βρετ ˈdʒaɡɪd, αμερικ ˈdʒæɡəd] ΕΠΊΘ
- jagged rock, cliff, wreck
-
- jagged knife
-
- jagged saw
-
στο λεξικό PONS
jagged [ˈdʒæ·gɪd] ΕΠΊΘ
- jagged coastline, rocks
-
- jagged cut, tear
- dentellato, -a
-
- jagged
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.