intemperately [βρετ ɪnˈtɛmp(ə)rətli, αμερικ ɪnˈtɛmp(ə)rətli] ΕΠΊΡΡ
- intemperately
-
-
- intemperately
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.