intendant [βρετ ɪnˈtɛnd(ə)nt, αμερικ ɪnˈtɛndənt] ΟΥΣ ΙΣΤΟΡΊΑ
- intendant
- intendente αρσ θηλ
-
- intendant also ΙΣΤΟΡΊΑ
-
- intendant-general
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.