I. hugger-mugger [βρετ ˈhʌɡəmʌɡə, αμερικ ˈhəɡərˌməɡər] ΟΥΣ σπάνιο
2. hugger-mugger (secrecy):
-
- segretezza θηλ
II. hugger-mugger [βρετ ˈhʌɡəmʌɡə, αμερικ ˈhəɡərˌməɡər] ΕΠΊΘ σπάνιο
III. hugger-mugger [βρετ ˈhʌɡəmʌɡə, αμερικ ˈhəɡərˌməɡər] ΕΠΊΡΡ αρχαϊκ
1. hugger-mugger (confusedly):
2. hugger-mugger (secretly):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.