στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 gory [βρετ ˈɡɔːri, αμερικ ˈɡɔri] ΕΠΊΘ
gory film, battle:
-  gory
-  
 
  
 -  sanguinolento film, spettacolo
-  gory
-  sanguinoso incidente, epoca, battaglia, repressione
-  gory
στο λεξικό PONS
gory <-ier, -iest> [ˈgɔ:·ri] ΕΠΊΘ
gory (bloody):
-  gory
-  truculento, -a
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
