feebly [βρετ ˈfiːbli, αμερικ ˈfibli] ΕΠΊΡΡ
1. feebly burn, cry, fight, smile, wave:
-  feebly
 -  
 
2. feebly:
-  feebly protest
 -  
 
-  feebly explain
 -  
 
-  feebly joke
 -  
 
 
 -  
 -  feebly
 
-  
 -  feebly
 
-  
 -  sorridere feebly
 
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.