dubitative [βρετ ˈdjuːbɪtətɪv, αμερικ ˈd(j)ubəˌteɪdɪv] ΕΠΊΘ
1. dubitative:
- dubitative
-
- dubitative
-
2. dubitative ΓΛΩΣΣ:
- dubitative mood
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.