στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


I. dishevelled, disheveled [βρετ dɪˈʃɛv(ə)ld, αμερικ dəˈʃɛvəld] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
dishevelled → dishevel
II. dishevelled, disheveled [βρετ dɪˈʃɛv(ə)ld, αμερικ dəˈʃɛvəld] ΕΠΊΘ


-
- dishevelled βρετ
- scarmigliarsi capelli:
-
-
- dishevelled βρετ
- trasandato persona
- dishevelled
- arruffarsi capelli:
-
στο λεξικό PONS
disheveled ΕΠΊΘ, dishevelled [dɪ·ˈʃe·vəld] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.