determinative [βρετ dɪˈtəːmɪnətɪv, αμερικ dəˈtərməˌneɪdɪv, dəˈtərmənədɪv] ΕΠΊΘ
- determinative
- determinativo also ΓΛΩΣΣ
-
- determinative
-
- determinative
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.