decision-maker [βρετ dəˈsɪʒ(ə)nˌmeɪkə] ΟΥΣ
I. decisionista <πλ decisionisti, decisioniste> [detʃizjoˈnista] ΕΠΊΘ
II. decisionista <πλ decisionisti, decisioniste> [detʃizjoˈnista] ΟΥΣ αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.