I. dandified [βρετ ˈdandɪfʌɪd, αμερικ ˈdændəˌfaɪd] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
dandified → dandify
II. dandified [βρετ ˈdandɪfʌɪd, αμερικ ˈdændəˌfaɪd] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.