στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
crusher [βρετ ˈkrʌʃə, αμερικ ˈkrəʃər] ΟΥΣ
1. crusher:
- crusher ΜΗΧΑΝΙΚΉ, ΜΕΤΑΛΛΕΥΤ
- frantoio αρσ
- crusher ΜΗΧΑΝΙΚΉ, ΜΕΤΑΛΛΕΥΤ
-
3. crusher (overwhelming person, thing or event):
- crusher
-
- crusher
-
στο λεξικό PONS
-
- crusher
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.