I. correlative [βρετ kəˈrɛlətɪv, αμερικ kəˈrɛlədɪv] ΟΥΣ
- correlative
-
II. correlative [βρετ kəˈrɛlətɪv, αμερικ kəˈrɛlədɪv] ΕΠΊΘ
- correlative
-
-
- correlative also ΓΛΩΣΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.