Oxford Spanish Dictionary
I. correlative [αμερικ kəˈrɛlədɪv, βρετ kəˈrɛlətɪv] ΟΥΣ
1. correlative τυπικ:
- correlative
-
2. correlative ΓΛΩΣΣ:
- correlative
- correlativo αρσ
II. correlative [αμερικ kəˈrɛlədɪv, βρετ kəˈrɛlətɪv] ΕΠΊΘ
1. correlative τυπικ:
2. correlative ΓΛΩΣΣ:
- correlative conjunction/pronoun
-
- correlativo (correlativa)
- correlative τυπικ
στο λεξικό PONS
- correlativo (-a)
- correlative
- correlativo (-a)
- correlative
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.