

I. cornball [βρετ ˈkɔːnbɔːl, αμερικ ˈkɔrnbɔl] ΟΥΣ αμερικ οικ, μειωτ
- cornball
-
II. cornball [βρετ ˈkɔːnbɔːl, αμερικ ˈkɔrnbɔl] ΕΠΊΘ αμερικ οικ, μειωτ (old)
- cornball
-
- cornball film, story
-


- trito scherzo, barzelletta
- cornball
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.