confessionary [βρετ kənˈfɛʃ(ə)nri, αμερικ kənˈfɛʃəˌnɛri] ΕΠΊΘ
confessionary → confessional
I. confessional [βρετ kənˈfɛʃ(ə)n(ə)l, αμερικ kənˈfɛʃ(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
1. confessional ΘΡΗΣΚ:
2. confessional writing:
II. confessional [βρετ kənˈfɛʃ(ə)n(ə)l, αμερικ kənˈfɛʃ(ə)n(ə)l] ΟΥΣ
1. confessional (in church):
2. confessional (book):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.