chappy [ˈtʃæpɪ] ΕΠΊΘ
chappy lips:
- chappy
-
chappie, chappy [βρετ ˈtʃapi, αμερικ ˈtʃæpi] ΟΥΣ βρετ οικ
chappie → chap
I. chap1 [βρετ tʃap, αμερικ tʃæp] ΟΥΣ (of skin)
-
- screpolatura θηλ
II. chap1 <forma in -ing chapping, παρελθ, μετ παρακειμ chapped> [βρετ tʃap, αμερικ tʃæp] ΡΉΜΑ μεταβ
chap skin, lips:
III. chap1 <forma in -ing chapping, παρελθ, μετ παρακειμ chapped> [βρετ tʃap, αμερικ tʃæp] ΡΉΜΑ αμετάβ
chap skin, lips:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.