στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
businesslike [βρετ ˈbɪznɪslʌɪk, αμερικ ˈbɪznəsˌlaɪk] ΕΠΊΘ
- businesslike person, manner
-
- businesslike transaction
-
- businesslike μτφ, χιουμ knife, tool
-
στο λεξικό PONS
businesslike [ˈbɪz·nɪs·laɪk] ΕΠΊΘ
2. businesslike (efficient):
- businesslike
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.